Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Περί της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους «συμβασιούχους»

Ενημέρωση από τους Νομικού Συμβούλους της ΠΟΣΠΥΔ
Ανοίγει ξανά ο δρόμος για δικαστική δικαίωση ΟΛΩΝ των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες
Δημοσιεύθηκαν χθες 22/6/2011 οι πολυαναμενόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους συμβασιούχους (ΟλΑΠ 7, 8/2011). Έχοντας πλέον στην διάθεσή μας το πλήρες κείμενο των αποφάσεων αυτών και ύστερα από πολύ προσεκτική μελέτη τους, είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε τις βασικές τους θέσεις και τις κατευθύνσεις που δίνονται από αυτές.
Οι βασικές παραδοχές των αποφάσεων είναι οι ακόλουθες:
  1. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των εννόμων σχέσεων αποτελεί διαχρονικά έργο του δικαστή, ο οποίος δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που έδωσαν σε αυτές τα μέρη, ούτε καν από τον χαρακτηρισμό που τυχόν έδωσε ο ίδιος ο νομοθέτης. Η υποχρέωση αυτή του δικαστή απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρα 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος.
  2. Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920, το οποίο παγίως έχει εφαρμοσθεί από την νομολογία για την αντιμετώπιση της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αποτελεί μηχανισμό ορθού νομικού χαρακτηρισμού των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου στις περιπτώσεις που οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι πάγιες και διαρκείς. Η διάταξη αυτή απορρέει ευθέως από το ίδιο το Σύνταγμα, όχι μόνο από τις συνταγματικές εκείνες διατάξεις που επιβάλλουν τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αλλά και από τις διατάξεις του άρθρου 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος, που απαγορεύουν την κατάχρηση.
  3. Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 δεν εφαρμόζεται μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν αποτελεί εμπόδιο για την εφαρμογή του, ούτε ο νομοθετικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων ως «ορισμένου χρόνου», ούτε το άρθρο 21 του Ν. 2190/1994, που απαγορεύει την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.
  4. Το άρθρο 8 § 3 του Ν. 2112/1920 παρέχει πληρέστερη προστασία έναντι της παρεχόμενης από την μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα ΠΔ με τα οποία ενσωματώθηκε αυτή στην ελληνική έννομη τάξη. Συγκεκριμένα με την Οδηγία αυτή και τα ΠΔ καλύπτονται μόνο οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ από το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 καταλαμβάνεται και η πρώτη (η μία και μόνη) σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Οι παραδοχές αυτές αποτελούν τη βάση για την επίλυση των ακόλουθων ζητημάτων, για τα οποία το Δικαστήριο δεν πήρε θέση, επειδή οι κρινόμενες αγωγές είχαν ασκηθεί το 1998, δηλ. πριν τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (10.7.1999) πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (17.4.2001):
  1. 1)      Το ζήτημα των συμβασιούχων ρυθμίζεται από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες πρέπει να εναρμονίζονται μεταξύ τους, και όχι μόνο από το άρθρο 103 §§ 7 και 8 Σ. Έτσι, το άρθρο 103 § 8 του Συντάγματος που απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, δεν μπορεί να απαγορεύει τον επίσης συνταγματικά επιβαλλόμενο ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων αυτών, όταν με αυτές δεν καλύπτονται πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες, αλλά πάγιες και διαρκείς, ούτε μπορεί να οδηγεί σε καταχρήσεις τις οποίες απαγορεύει ρητά το άρθρο 25 § 1 και 3 Σ.
  2. Περαιτέρω, επιβάλλεται η εναρμόνιση του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920, το οποίο αποτελεί εκδήλωση συνταγματικών επιταγών, της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του άρθρου 103 § 8 Σ, που τέθηκε σε ισχύ ενώ έτρεχε ακόμη η προθεσμία μεταφοράς της στο Ελληνικό δίκαιο. Γι’ αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι: (α) με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο απαγορεύεται η θέσπιση διατάξεων, ακόμη και συνταγματικών, ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος και (β) όπως ρητά προβλέπει η Οδηγία 1999/70/ΕΚ απαγορεύεται η υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, με αφορμή τη μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Ήδη με τις αποφάσεις 7 και 8/2011 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου διαπιστώνεται ότι με το άρθρο 8 § 3 Ν. 2112/1920 παρεχόταν πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης που παρέχουν η μεταγενέστερη Οδηγία 1999/70/ΕΚ και τα ΠΔ, που την ενσωμάτωσαν στο ελληνικό δίκαιο. Προδήλως η προστασία αυτή δεν επιτρέπεται να υποβαθμισθεί ούτε με συνταγματική, ούτε με νομοθετική διάταξη, δηλ. οι υπάρχουσες συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να μην αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 8 § 3 Ν. 2112/1920 και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο.
Συμπερασματικά το γεγονός ότι απορρίφθηκαν με μεγάλη πλειοψηφία η εισήγηση του Εισηγητή –Αρεοπαγίτη  κου Δουλγεράκη και η πρόταση του Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κου Τέντε συνιστά τη βασικότερη επιτυχία των αποφάσεων αυτών, αφού παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο δικαστικής δικαίωσης των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατοχυρώνοντας ρητά το αναφαίρετο δικαίωμα του δικαστή να δίνει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της κάθε εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα του χαρακτηρισμού που επέβαλλε ο εργοδότης είτε μέσω σύμβασης, είτε μέσω νόμου, είτε μέσω Κανονισμού Προσωπικού (όπως πχ. Συμβάσεις έργου, stage κλπ).
Είναι επιβεβλημένο να επιμείνουμε στη συνέχιση του δικαστικού μας αγώνα, χωρίς  ταυτόχρονα να αγνοούμε το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να αφήσει ανεπηρέαστη την κρίση της δικαστικής εξουσίας και να μην οδηγήσει σε καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων.