Για τα παλικάρια της πυροσβεστικής
Αυτή
η χώρα σε εκπλήσσει πάντα με τη δύναμη των ανθρώπων της. Και μες τη
μαυρίλα είναι παρήγορο να ανακαλύπτεις ήρωες της καθημερινότητας, που
συνήθως περνάνε αθόρυβα και απαρατήρητοι. Γιατί, η «τσούλα η ιστορία»,
ασχολείται τάχαμου με τα σπουδαία και τους δήθεν μεγάλους.
Χθές, λίγο μετά τις 7, προκλήθηκε πυρκαγιά σ’ ένα ερημωμένο νεοκλασσικό στη....
γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου.
Σχεδόν, αμέσως κατέφτασε η πυροσβεστική παρά την κίνηση που επικρατούσε στους δρόμους. Δεν προλάβαινα να μετράω οχήματα.
Γέμισε ο δρόμος πυροσβέστες.
Σαν καλοκουρδισμένη μηχανή, πήραν αμέσως τις θέσεις τους.
Ενας ανέλαβε να ρυθμίσει την κυκλοφορία (καθότι στο ημιανεξάρτητο ….κρατίδιο των Εξαρχείων δεν κυκλοφορεί αστυνομία), ένας άλλος συντόνιζε τα οχήματα, κάποιοι άπλωναν τις μάνικες και οι άλλοι ρίχτηκαν με αυτοθυσία να σβήσουν στη φωτιά.
Και ο επικεφαλής, εκεί μπροστά, στην πρώτη γραμμή!
Όχι σαν κάτι τύπους που συντονίζουν από το …γραφείο!
Μετά από λίγο έφτασε ένα γερανοφόρο όχημα. Με επιδέξιες μανούβρες πήρε θέση δίπλα στο φλεγόμενο κτίριο και ανύψωσε δυο πυροσβέστες πάνω από τη φωτιά. Ο καπνός ήταν πυκνός, η ατμόσφαιρα αποπνικτική και φλόγες πετάγονταν ψηλά.
Δεν καταλάβαιναν …Χριστό!
Τους πηγαινοέφερνε ο γερανός αριστερά δεξιά και με μια ισχυρή αντλία κυριολεκτικά βομβάρδιζαν τις εστίες.
Δεν ξέρω πόσοι θα είχαν τα κότσια να κάνουν αυτή τη δουλειά.
Κάποια στιγμή έρχεται αποκαμωμένος στο πεζοδρόμιο να πάρει μια ανάσα ένας πιτσιρικάς, ήταν και δεν ήταν 25, που μπαινόβγαινε μέσα στο κτίριο, ενώ η φωτιά έκαιγε ακόμα και υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης. Τα μάτια του κόκκινα από τους καπνούς, μούσκεμα απ’ το νερό και τον ιδρώτα.
«Δεν είναι επικίνδυνο αυτό που κάνεις;» τον ρώτησα.
«Εγώ είμαι πυροσβέστης κύριε! Αυτή είναι δουλειά μου! Τι θέλετε; Να κοιτάω;»
Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, τον ξαναπλησίασα.
«Πόσα λεφτά παίρνετε;»
Με κοίταξε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Κούνησε το κεφάλι του.
Δεν καταδέχτηκε να μου απαντήσει.
Προφανώς και δεν θα παίρνει όσα οι κύριοι Λιάρος και Κοττάκης στην ΕΡΤ!
Λοιπόν, αυτούς τους ανθρώπους, που κάθε μέρα ριψοκινδυνεύουν για να προστατεύουν τη ζωή και την περιουσία όλων μας, αυτό το άθλιο και ανάλγητο κράτος, θέλει να τους κόψει τους μισθούς για να σώσει την οικονομία της χώρα μας.
Αν ζούσε ο παππούς μου, θα έλεγε «αϊ , σιχτίρι κερατάδες!»
Χθές, λίγο μετά τις 7, προκλήθηκε πυρκαγιά σ’ ένα ερημωμένο νεοκλασσικό στη....
γωνία Ζωοδόχου Πηγής και Διδότου.
Σχεδόν, αμέσως κατέφτασε η πυροσβεστική παρά την κίνηση που επικρατούσε στους δρόμους. Δεν προλάβαινα να μετράω οχήματα.
Γέμισε ο δρόμος πυροσβέστες.
Σαν καλοκουρδισμένη μηχανή, πήραν αμέσως τις θέσεις τους.
Ενας ανέλαβε να ρυθμίσει την κυκλοφορία (καθότι στο ημιανεξάρτητο ….κρατίδιο των Εξαρχείων δεν κυκλοφορεί αστυνομία), ένας άλλος συντόνιζε τα οχήματα, κάποιοι άπλωναν τις μάνικες και οι άλλοι ρίχτηκαν με αυτοθυσία να σβήσουν στη φωτιά.
Και ο επικεφαλής, εκεί μπροστά, στην πρώτη γραμμή!
Όχι σαν κάτι τύπους που συντονίζουν από το …γραφείο!
Μετά από λίγο έφτασε ένα γερανοφόρο όχημα. Με επιδέξιες μανούβρες πήρε θέση δίπλα στο φλεγόμενο κτίριο και ανύψωσε δυο πυροσβέστες πάνω από τη φωτιά. Ο καπνός ήταν πυκνός, η ατμόσφαιρα αποπνικτική και φλόγες πετάγονταν ψηλά.
Δεν καταλάβαιναν …Χριστό!
Τους πηγαινοέφερνε ο γερανός αριστερά δεξιά και με μια ισχυρή αντλία κυριολεκτικά βομβάρδιζαν τις εστίες.
Δεν ξέρω πόσοι θα είχαν τα κότσια να κάνουν αυτή τη δουλειά.
Κάποια στιγμή έρχεται αποκαμωμένος στο πεζοδρόμιο να πάρει μια ανάσα ένας πιτσιρικάς, ήταν και δεν ήταν 25, που μπαινόβγαινε μέσα στο κτίριο, ενώ η φωτιά έκαιγε ακόμα και υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης. Τα μάτια του κόκκινα από τους καπνούς, μούσκεμα απ’ το νερό και τον ιδρώτα.
«Δεν είναι επικίνδυνο αυτό που κάνεις;» τον ρώτησα.
«Εγώ είμαι πυροσβέστης κύριε! Αυτή είναι δουλειά μου! Τι θέλετε; Να κοιτάω;»
Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, τον ξαναπλησίασα.
«Πόσα λεφτά παίρνετε;»
Με κοίταξε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Κούνησε το κεφάλι του.
Δεν καταδέχτηκε να μου απαντήσει.
Προφανώς και δεν θα παίρνει όσα οι κύριοι Λιάρος και Κοττάκης στην ΕΡΤ!
Λοιπόν, αυτούς τους ανθρώπους, που κάθε μέρα ριψοκινδυνεύουν για να προστατεύουν τη ζωή και την περιουσία όλων μας, αυτό το άθλιο και ανάλγητο κράτος, θέλει να τους κόψει τους μισθούς για να σώσει την οικονομία της χώρα μας.
Αν ζούσε ο παππούς μου, θα έλεγε «αϊ , σιχτίρι κερατάδες!»